Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

Για την επόμενη ημέρα…, του Δημήτρη Μπελαντή


Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του Σεπτέμβρη αποτελεί το κλείσιμο μιας μακράς περιόδου. Όσο και αν αυτό υποστηρίζεται συχνά με έναν κοινότοπο τρόπο, είναι αληθές.
Κατά πρώτον, κλείνει η μακρά «περίοδος ΣΥΡΙΖΑ», υπό την έννοια ενός ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος και εγχειρήματος, έστω ρεφορμιστικού,  με έντονες κινηματικές καταβολές τουλάχιστον ως το 2012, το οποίο φιλοδόξησε να εκπροσωπήσει τις λαϊκές τάξεις και να εφαρμόσει πραγματικά ένα φιλεργατικό-φιλολαϊκό κυβερνητικό πρόγραμμα ανατρέποντας τα μνημόνια και τον νεοφιλελευθερισμό. Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα θεμελιακά άλλο κόμμα, αν θεωρηθεί  όντως πολιτικό κόμμα και όχι απλώς  ένα δίκτυο εξουσίας και συμφερόντων γύρω από τον Ηγέτη και την κλειστή ομάδα του. Μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ακόμη και ως Αριστερά, αν δεχθούμε ότι η σοσιαλδημοκρατία και η ευρωαριστερά ως σύνολα αντιστοιχούν πλέον στο κοινωνικό φαντασιακό ως Αριστερά: ως μια κοινωνικά ευαίσθητη δύναμη, ως μια δύναμη (ακόμη) της αντιδιαπλοκής, ως μια δύναμη μη ακραία αυταρχική, μη ρατσιστική, αντιεθνικιστική κλπ. Όμως, με την ίδια έννοια αποτελεί  Αριστερά και η πρώην ΔΗΜΑΡ, καθώς και η Δημοκρατική Συμπαράταξη της Φώφης Γεννηματά, παρά τα κάπως διαφορετικά στοιχεία συγκρότησής της ως προς τον ΣΥΡΙΖΑ (παρέμβαση στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, πιο δουλεμένα κρατικά-κοινωνικά δίκτυα κ.λπ).  Αυτή η σύγχυση, αυτό το μπέρδεμα, στο οποίο μας οδήγησε η μακροχρόνια στροφή του Αλέξη Τσίπρα, θέτει ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Αυτό που κάποτε μας προσήπτε η αναρχία κάπως άδικα, ότι δηλαδή  η Αριστερά είναι απλώς ένα  «αριστερό» τμήμα της Διαχείρισης του Κεφαλαίου, μπορεί όντως σήμερα να καθίσταται σωστό. Μπορεί – επιμένω στο «μπορεί»– η έννοια της Αριστεράς καθ’εαυτήν να μην είναι πια υπερασπίσιμη.
Κατά δεύτερον, κλείνει οριστικά και αμετάκλητα ο μεταπολιτευτικός κύκλος. Ένας κύκλος, στην διάρκεια του οποίου το λαϊκό ταξικό/κοινωνικό στρατόπεδο, χάνοντας τον αρχικό αντισυστημικό ριζοσπαστισμό του (ως το 1977 και το πολύ ως το 1983), στηρίχθηκε στην κοινοβουλιοκεντρική πολιτική εκπροσώπηση και σε μια μορφή κυβερνητίστικης συγκρότησης (η κομμουνιστική/κομμουνιστογενής Αριστερά και το αρχικό ΠΑΣΟΚ) για να καταγράψει τα πιο άμεσα συμφέροντά του στην πολιτική σκηνή και στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού. Αρχικά πέτυχε, μετά απέτυχε, μετά από χρόνια ξαναπροσπάθησε  και απέτυχε σχεδόν συντριπτικά. Ένας νέος κύκλος κοινωνικών και πολιτικών αγώνων  ανοίγει.
Σε αυτόν τον νέο κύκλο έχουμε ορισμένες βάσιμες παραδοχές (αντιμνημονιακή, αντιιμπεριαλιστική  και αντικαπιταλιστική τοποθέτηση, επιμονή στην αντίσταση σε αυτήν την κρατική διαχείριση, επιστροφή στα κοινωνικά κινήματα), αλλά τα πιο σημαντικά πράγματα είναι ίσως αυτά που προκύπτουν από αβεβαιότητες, από ασάφειες, από νέες δυνατές διερευνήσεις. Είναι αυτά που δεν ξέρουμε ακόμη ότι δεν τα ξέρουμε.
1. Ορισμένες σκέψεις για την αποτυχία του παλιού ΣΥΡΙΖΑ και των τάσεων ή εκδοχών του
Ένα επιχείρημα που συχνά χρησιμοποιούμε –και όχι αβάσιμα– είναι η μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο λόγω της «συστημικής του ωρίμανσης», την οποία είχε προβλέψει έγκαιρα ο Γιάννης Δραγασάκης, αλλά και λόγω της ολοκλήρωσης του αρχηγισμού του, της συγκρότησης ενός νεοφιλελεύθερου βοναπαρτισμού όπου ο Ηγέτης είναι κάτι σαν τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη της «18ης Μπρυμαίρ» του Μαρξ: ένας διαιτητής υποτίθεται ανάμεσα στις τάξεις, ο οποίος τελικά αντιπροσωπεύει την αστική τάξη στην θέση των παλιών της πολιτικών εκπροσώπων. Θα ήθελα εδώ να παρατηρήσω ότι αυτή η κατεύθυνση συγκρότησης, στα καθ’ημάς, ξεκίνησε στο 1ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιούλιο του 2013, όταν επιτρέψαμε να υπάρξει ένας Ηγέτης ως αυτοεκλεγόμενο και αυτοτελές όργανο και όχι ως Πρόεδρος ή Γραμματέας της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής. Στην συνέχεια, όπως όλοι/ες γνωρίζουμε,  διαμορφώθηκε ένα αφανές συμβούλιο γύρω από τον Ηγέτη όπου μπορούσε να μετέχει μόνο ο σκληρός πυρήνας της τάσης της  πλειοψηφίας, κάποια φέουδα και βαρωνείες  και όλο και περισσότερο κάποια κομβικά πρόσωπα-σύμβουλοι εκτός ουσιαστικά των τάσεων  (αυτό που εξελίχθηκε στην ομάδα Παππά-Φλαμπουράρη-Βούτση-Φίλη κ.λπ). Σταδιακά, η τάση της πλειοψηφίας διασπάσθηκε και ό,τι διαφοροποιείτο από το συμβούλιο και τους υποστηρικτές του, αποβλήθηκε.
Η τάση των «53+»
Όμως, υπάρχουν και πιο διαβαθμισμένες ευθύνες. Λόγου χάριν, η τάση των «53», η οποία περιείχε αντιφατικά στοιχεία, όπως διαφάνηκε, και η οποία, όχι τυχαία, συγκροτήθηκε και με διαφορετικά στοιχεία από την Αριστερή Πλατφόρμα είτε καλύτερα είτε χειρότερα (νέος κινηματισμός, αντιεθνικισμός, αντιρατσισμός ενός ιδιαίτερου τύπου,  δικτυακή και όχι απολύτως κάθετη συγκρότηση κλπ), αλλά και σε μια στιγμή (καλοκαίρι 2014) όπου η Αριστερή Πλατφόρμα άρχισε να υποστέλει την οξύτητα της κριτικής της στο ζήτημα του ευρώ λόγω της επικείμενης εκλογικής μάχης – εν μέρει εύλογα, εν μέρει υποχωρητικά-συμβιβαστικά.
Η τάση των «53» είχε και μια διάσταση εσωτερικής στην πλειοψηφία αριστερής τακτικής αντιπολίτευσης, η οποία θα κάλυπτε τα κενά της ΑΠ, αλλά και μια τάση μετανεοτερικού δικτυακού παραγοντισμού και νομιμοποίησης των επιλογών του συμβουλίου του Ηγέτη μέχρι και πολύ αργά, μια τάση που ενίσχυε το κόμμα συνασπισμό δυνάμει κρατικών και ατομικών συμφερόντων, το κόμμα-καρτέλ. Δεν είναι τυχαίο που κάποια στιγμή αυτή η ομάδα είχε τον Γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ, τον διευθυντή της Κ.Ο., στελέχη του left.gr, τον Υπουργό Οικονομικών κ.α. Αυτό θα απασχολήσει τους ιστορικούς του ΣΥΡΙΖΑ, αν υπάρξουν.
Απόδειξη αυτής της έντονης εσωτερικής αντίφασης, ήταν η τελική αιμορραγία και η διάσπαση της ομάδας των «53» ή «53+». Το ότι κάποιοι/ες από τους «53+» παίζουν ακόμη σημαντικό ρόλο στον νέο ΣΥΡΙΖΑ και στο νέο κυβερνητικό του σχήμα είναι απόδειξη  του μετανεοτερικού δικτυακού παραγοντισμού που υπήρχε ισχυρά μέσα στους «53» και της ισχυρής τάσης κρατικοποίησης με έναν «έξυπνο» τρόπο αυτής της ομάδας. Ακόμη και σήμερα ακούμε έκπληκτοι/ες ανθρώπους από αυτήν την τάση να μας λένε ότι στο φρικτό πλαίσιο  της Γαλέρας/Τρίτο Μνημόνιο θα υπάρχει μια στεγανή στο Όλο προστασία των δικαιωμάτων και ιδίως των δικαιωμάτων που αφορούν την «ετερότητα», των προσφύγων,των μεταναστών, των γυναικών, της lgbt κοινότητας κλπ. Λες και είναι δυνατόν άνθρωποι που θα πεινάνε και δεν θα υπάρχουν κοινωνικά να υπερασπίσουν αποτελεσματικά την ταυτότητα και την «διαφορά» τους ή τα δικαιώματα κάθε λογής απέναντι στον ρατσισμό και τον φασισμό, απέναντι στον νεοφιλελεύθερο ολοκληρωτισμό και την νέα  δήθεν αριστερή «Ασφάλεια και Τάξη», η οποία ανέρχεται με μαθηματική ακρίβεια. Αυτό, όμως, αφορά και τον δικαιωματικό λόγο του παλιού ΣΥΡΙΖΑ και τις ισχυρές αντινομίες του. Σε αυτό το σημείο θα επανέλθω αναλυτικά σε επόμενο σημείωμά μου.
Η Αριστερή Πλατφόρμα
Last but not least, θα ήθελα να αναφερθώ στις ευθύνες της Αριστερής Πλατφόρμας ως την διάσπαση της 21ης Αυγούστου 2015. Ευθύνες τις οποίες γνωρίζω λιγότερο θεωρητικά και περισσότερο βιωματικά. Στην ΑΠ αξίζει αρχικά ένας έπαινος και μια στάση σεβασμού. Ήταν η μόνη τάση που έθετε την διαλεκτική του εσωτερικού ταξικού μετώπου  με το αντίΕΕ/αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο και την ρήξη με την ευρωζώνη μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, που έλεγε ότι δεν μπορεί να υπάρχει ριζοσπαστικό πολιτικό σχέδιο εντός της ευρωζώνης. Ιδίως, το Αριστερό Ρεύμα, περισσότερο από τις άλλες τάσεις μέσα στην ΑΠ, έθεσε  αυτό το ζήτημα από το 2012-2015 με πολλή έμφαση και  ενθουσιασμό, πράγμα που κινητοποίησε σε σωστή κατεύθυνση πολλούς αγωνιστές και αγωνίστριες και σε μια διαρκή αμφισβήτηση της ηγετικής γραμμής. Αντίστοιχα, το Κόκκινο Δίκτυο, ήταν το τμήμα της ΑΠ, που πάλεψε με αρκετή συνέπεια στα πεδία της δημοκρατίας στην κοινωνία και στην επιχείρηση, του ενδοεθνικού και αντιεθνικιστικού   ταξικού λόγου,  τέλος των δικαιωμάτων και του αντιφασισμού, πεδία όπου το ΑΡ  δεν είχε μια γειωμένη πολιτική κουλτούρα λόγω των ιστορικών καταβολών του. Επίσης, οι δύο βασικές δυνάμεις της ΑΠ, το ΑΡ και το Κόκκινο Δίκτυο,  είχαν αποδεδειγμένα προβλήματα  μη δημοκρατικής και γραφειοκρατικής  πολιτικής λειτουργίας  στον παλιό ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία, εν μέρει, διατήρησαν και στην συγκρότηση της ΛΑΕ. Προβλήματα λειτουργίας στην από τα πάνω και με αδιαφανή τρόπο διευθέτηση ζητημάτων είτε μεταξύ τους είτε και με την ηγετική ομάδα (θυμίζω τις ψηφοφορίες που δεν έγιναν στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ τον Οκτώβριο 2014 και τον Γενάρη 2015 για τις συμμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ). Προβλήματα συγκεντρωτικής  λειτουργίας στην εσωτερική τους συλλογική δομή και ιδίως στην λήψη αποφάσεων με μη δημοκρατικό τρόπο και με απλή άνωθεν ενημέρωση. Δεν μηδενίζω τις διαφορές με την ηγεσία Τσίπρα, αλλά καταγράφω το μερικά αρνητικό  βίωμά μου από την ΑΠ ως αντίσταση για το μέλλον. Αυτός ο συγκεντρωτισμός, ο γραφειοκρατισμός και η  ήπια αλλά  υπαρκτή τάση αρχηγισμού δυστυχώς μεταφέρθηκαν και στην συγκρότηση της ΛΑΕ και πρέπει να αποδυναμωθούν προκειμένου να έχει η ΛΑΕ ένα βιώσιμο μέλλον.
Επίσης, η ΑΠ έσφαλε στο ότι από το 2014 μέχρι και τις εκλογές του Σεπτέμβρη 2015 είχε και τον χρόνο και την δυνατότητα καθώς και τους ανθρώπους για να παρουσιάσει και δικαιολογήσει  δημόσια και πλατειά την «Εναλλακτική Λύση». Ας το διατυπώσουμε πια με τόλμη. Κρατώντας την προγραμματική αντιπολίτευση βασικά  μέσα στο στελεχικό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ, την πάτησε κατά τρόπο παρόμοιο με την αρχική αντιπολίτευση του Τρότσκυ μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα: δεν την έκανε κτήμα της κοινωνίας.  Στις εκλογές, πολλοί άνθρωποι δεν ψήφισαν την ΛΑΕ γιατί και η βούλησή της  κατά του ευρώ ήταν  ισχυρή μεν αλλά πρακτικά θολή («αν χρειαστεί», «τελευταίος κρίκος στο πρόγραμμά μας» μετά την κρατικοποίηση τραπεζών, αναστολή πληρωμής χρέους κ.λπ) αλλά και γιατί δεν δόθηκε τεχνικά τεκμηριωμένη λύση στα προβλήματα της επόμενης ημέρας μετά την έξοδο.  Και η ΑΠ αλλά και άλλες δυνάμεις πέραν αυτής (ΣΧΕΔΙΟ Β-ΜΑΡΣ κ.λπ) είχαν αυτήν την τεχνογνωσία, αλλά η ΑΠ και μετά η ΛΑΕ δεν την αξιοποίησε. Πέρα από ιδεολογικές σεβαστές αντιρρήσεις κάποιων ρευμάτων, η αιτία ήταν το ότι η ευρωζώνη είναι βασικό εργαλείο κα επιχείρημα του ελληνικού αστισμού και εμείς ως ΛΑΕ δεν σηκώσαμε επαρκώς το γάντι και την πρόκληση. Η κριτική ότι η τεχνική τεκμηρίωση της  δυνατότητας εξόδου ήταν μη αναγκαία  είναι και αντιεπιστημονική σε ένα ρεύμα που μιλά στο όνομα του επιστημονικού σοσιαλισμού, και τελικά μη υποστηρίξιμη. Η άποψη που λέει, επίσης, ότι ο μόνος χρόνος που είχαμε για να προβάλουμε την γραμμή μας ήταν οι 20 μέρες των εκλογών δεν είναι, πολύ δυστυχώς, βάσιμη.
Επίσης, η ΑΠ μπορούσε να έχει φύγει λίγο νωρίτερα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Όχι τον  Φλεβάρη, όπως λένε κάποιοι, γιατί ήταν όντως πολύ νωρίς για να νομιμοποιηθεί αυτή η στάση στην κοινωνία. Ναι στις 10 Ιουλίου ή στις 13 Ιουλίου, γιατί είχε πια φανεί καθαρά ότι πάμε σε πολύ σκληρό Μνημόνιο ως έργο και απόφαση του Τσίπρα. Αν είχαμε φύγει τότε, και η συγκρότηση θα ήταν χρονικά ανετότερη και η αποσταθεροποίηση του ηγετικού κέντρου πολύ σημαντικότερη. Επίσης, εκείνη την στιγμή ο Τσίπρας δεν μπορούσε να κάνει εκλογές, γιατί δεν είχε ακόμη ολοκληρώσει τον κύκλο εισαγωγής και επικύρωσης του Μνημονίου και των πρώτων εφαρμοστικών ρυθμίσεων. Αντί να τον αιφνιδιάσουμε, μας αιφνιδίασε. Στο σημείο αυτό ο κομματικός πατριωτισμός και η αναποφασιστικότητα  ήταν ισχυρότεροι παράγοντες από την αναγκαία άμεση πολιτική στρατηγική.
2. Βλέποντας πολιτικά μπροστά: όχι στις εύκολες λύσεις.
Όσοι/ες φύγαμε από τον ΣΥΡΙΖΑ, όσοι/ες ειδικότερα μετέχουμε στην ΛΑΕ και μεταφέρουμε εκεί την πολύχρονη εμπειρία και βίωμά μας από τον ΣΥΡΙΖΑ ή από άλλες παραδόσεις της Αριστεράς, δεν πρέπει τώρα να μπούμε γοργά σε μια ανασυγκρότηση βασικά οργανωτικού τύπου και μόνο. Αυτή η κεκτημένη ταχύτητα και την κινηματική μας δράση και αντιπολίτευση μπορεί να βλάψει αλλά και την ποιότητα της αυτοκριτικής μας να ρηχύνει και να εξαφανίσει.
Ας ξεκινήσουμε από το σημαντικό στοιχείο και της εργατικής/λαϊκής ψήφου στον νυν ΣΥΡΙΖΑ  (όπου ο σ. Ιωακείμογλου έχει καταθέσει ορισμένες ενδιαφέρουσες σκέψεις), αλλά ακόμη παραπάνω από το 45% του εκλογικού σώματος, το οποίο απείχε συνειδητά χωρίς να είναι στο σύνολό του αντιπολιτικό ή μακροχρόνια αναχωρητικό. Αυτό το τμήμα του πληθυσμού δεν πείστηκε, παρά την διάθεση αντίστασης ενός τμήματός του τουλάχιστον, ότι υπάρχει ταξική και αντιιμπεριαλιστική εφαρμόσιμη πολιτική λύση. Χρειάζεται να υπάρξει μια σοβαρή προγραμματική δουλειά και πολιτικά αποφασιστική και τεχνικά άρτια, μέσα από διάλογο με την κοινωνία, η οποία θα καλύψει αυτό το κενό. Διαφορετικά, το αντιμνημονιακό Όχι της 5ης Ιουλίου  είτε ως ψήφος στις αριστερές αντιμνημονιακές δυνάμεις είτε ως αποχή θα κινηθεί μεσοπρόθεσμα –μετά την αξιακή κατάρρευση της Αριστεράς– προς την λαϊκή Δεξιά ή και την ναζιστική Ακροδεξιά.
Το επόμενο πράγμα που έχει μεγάλη σημασία να κάνουμε είναι το να οργανώσουμε ένα πολιτικό και οργανωτικό αντιπαράδειγμα σε αυτό του ΣΥΡΙΖΑ, μια άλλη ποιότητα λειτουργίας και δράσης, πιο αμεσοδημοκρατική, πιο αντιγραφειοκρατική, πιο αντιεξουσιαστική. Μπορεί να παραμένουμε σε μια μορφή αντισυστημικού μαρξισμού, αλλά μπορούμε να μάθουμε πολλά πράγματα και από πιο κινηματικά μορφώματα (όπως, παρά την πολιτική και ιδεολογική τους φτώχεια, οι Ποδέμος) αλλά και καθαρά από την αναρχία, την παράδοση της αντιεξουσίας,  και τα ρεύματα του αντιεξουσιαστικού και συμβουλιακού  κομμουνισμού (δεν χρησιμοποιω τον όρο «ελευθεριακού», γιατί, δυστυχώς, διεκδικείται από τον αναρχίζοντα νεοφιλελευθερισμό). Μια πρώτη δέσμη μέτρων, που θα μπορούσε να βοηθήσει  την ΛΑΕ και άλλες ανάλογες πρωτοβουλίες θα μπορούσε να αποτελείται από τα στοιχειώδη –πάντα για εμένα– ακόλουθα μέτρα:
  • Κανένας προσωπικός ηγέτης πια, συλλογικές ηγεσίες με έντονο το στοιχείο του πολιτικού πειραματισμού. Ύφεση στην διαδικασία του εκρηκτικού και ανταγωνιστικού εγωτισμού των στελεχών, η οποία μόνο προβλήματα μας έχει αποφέρει. Συλλογικές δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων πάντοτε και παντού, όχι κονκλάβια ούτε μυστικοσύμβουλοι. Περιορισμένες θητείες στα όργανα και στην Βουλή, εναλλαγή, ανακλητότητα, έλεγχος και λογοδοσία, μαχαίρι στην έπαρση.   
  • Αποδυνάμωση της προσήλωσης στην επιστροφή στο κοινοβούλιο και στην κοινοβουλιοκεντρική αντίληψη, χωρίς να παραγνωρίζεται η δυνατότητα μιας μεσοπρόθεσμης νέας κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Μεγαλύτερη αξιακή αντίσταση στον κυβερνητισμό, στην αντίληψη της κρατικοποίησης και στην ύπαρξη και λειτουργία επαγγελματικών στελεχών. Έμφαση στην κοινωνική αντιπολίτευση σε όλα τα μέτωπα. Λιγότερο παραγοντική και αρχηγοκεντρική επικοινωνιακή πολιτική, περισσότερη ουσία στο περιεχόμενο της επικοινωνίας. Υπενθύμιση του γεγονότος ότι για μια ξεχασμένη σχεδόν κομμουνιστική παράδοση οι μεν βουλευτές έπαιζαν απολύτως δευτερεύοντα/συμπληρωματικό  ρόλο η δε κοινοβουλευτική παρέμβαση ήταν ένα από τα διακυβεύματα και όχι πάντοτε το πιο κεντρικό. Δυστυχώς, η ευφορία του μαζικού ΣΥΡΙΖΑ, με  όλες τις παγίδες, της μας μάγεψε σαν την Κίρκη, μας οδήγησε ακόμη και θεωρητικά να κατανοούμε την κρίση εκπροσώπησης και την απάντηση σε αυτήν αυστηρά και μόνο με κοινοβουλιοκεντρικούς και κυβερνητίστικους όρους και προϋποθέσεις μιας πολύ ριζοσπαστικής  αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, να κάνουμε σχεδόν αποκλειστικά προεκλογικές καμπάνιες. Ας ανοίξουμε το βλέμμα  και τον περίπατό μας προς την «πιο άγρια πλευρά» του μέλλοντος και του παρόντος. Μεγαλύτερη, λοιπόν απόσταση από τον πρώτο ΣΥΡΙΖΑ ως παράδειγμα  και,  προφανώς, από τον παρόντα ΣΥΡΙΖΑ. Είμαστε μεν εξωκοινοβούλιο από τα πράγματα, ας γίνουμε ένα δυναμικό, πειστικό και αξιόμαχο συνειδητό εξωκοινοβούλιο.
  • Με φυσιολογικούς αλλά όχι πολύ αργούς ρυθμούς,  αυτοδιάλυση ή έστω αναστολή  των γραφειοκρατικών  επαγγελματικών μηχανισμών μέσα στην ΛΑΕ και στην πρώην ΑΠ, αναστολή λειτουργίας των χωριστών πολιτικοοργανωτικών δικτύων ή οργανώσεων. Ενίσχυση της ύπαρξης ενός πλουραλιστικού, δημοκρατικού, πολυτασικού ιδεολογικά ενιαίου πολιτικοοργανωτικού κέντρου και με τοπικές/κλαδικές αλλά και με θεματικές οργανώσεις. Διατήρηση των συνιστωσών ως πόλων ιδεολογικού προβληματισμού και μετωπικής κινηματικής κινητοποίησης. Σημαντικός περιορισμός-αναγκαίος, άλλωστε και από τις οικονομικές δυνατότητες αλλά και από μια ριζική πολιτική αναθεώρηση- του θεσμού των επαγγελματικών στελεχών. Οργάνωση εργαζόμενων στην κοινωνία ή και αλληλέγυα  ανέργων  αγωνιστών και αγωνιστριών. Αυτό που σήμερα συμβατικά αποκαλούμε Μέτωπο δεν είναι πραγματικό Μέτωπο αλλά συγκόλληση αγωνιστών/τριών και πολιτικών ηγεσιών. Όμως, όπως έχει σωστά ειπωθεί, ας μην απογοητευθούμε αλλά ας μάθουμε από τα λάθη μας. Η πρώτη ΛΑΕ είναι το θετικό  πρώτο βήμα προς την διαδικασία ανασυγκρότησης χωρίς να είναι και το τέλος αυτής της διαδικασίας.
  • Δημιουργία ενός ανοιχτού, πολυτασικού και αξιόπιστου κέντρου θεωρητικών μαρξιστικών ερευνών.
  • Σύνδεση της προγραμματικής δουλειάς με την μαρξιστική επανίδρυση. Διάλογος δημιουργικός  και ανασύνθεση ανάμεσα στα  διακριτά ρεύματα του μαρξισμού/κομμουνισμού, απόρριψη των προβλημάτων τους και σύνθεση των θετικών τους συνεισφορών (στα πλαίσια αυτά, προσωπικά προτίθεμαι να δημοσιεύσω στο άμεσο μέλλον μια σειρά από  κριτικά άρθρα και σημειώματα για τα βασικά ρεύματα, που θα βοηθούν στον διάλογο). Σκέψη σε βάθος  για τον μαρξισμό και τον σοσιαλισμό/κομμουνισμό του 21ου αιώνα, αξιοποιώντας σημαντικά διεθνή παραδείγματα όπως ο Μπενσαίντ, ο Λινέρα, ο Μπαντιού κ.α.  Έχουμε μια εξαιρετική ευκαιρία να ανοίξουμε μια τέτοια μακροχρόνια συζήτηση, εμείς πρώτοι/ες σε όλη την Ευρώπη. Αυτό το καθήκον δεν είναι έργο μιας «λέσχης διανοουμένων», όπως περιφρονητικά λένε κάποιοι σχολιάζοντάς το,  αλλά μιας μαχόμενης σύγχρονης Αριστεράς.
Κλείνοντας: πολλές από αυτές τις σκέψεις μπορεί να μην είναι ακόμη ώριμες στην ριζοσπαστική Αριστερά και γενικότερα στο ταξικό ανταγωνιστικό κίνημα από την σκοπιά του μαρξισμού. Όμως, ας μην ξεχάσουμε ότι όλες οι παραδοσιακές  ιδέες και λογικές των κλασικών μαρξιστικών και αριστερών ρευμάτων δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. Ή μήπως όχι; Δεν φταίνε πάντοτε οι κοινωνίες για το αποτέλεσμα, όσο και αν κάθε πολιτική επιλογή είναι μια διαδικασία και με  φορέα καθώς και με  υπεύθυνο υποκείμενο, για να πω και κάτι ριζικά αντιαλτουσεριανό.  Ας δοκιμάσουμε αλλιώς.

αναδημοσίευση απο rednotebook.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου